φέλπα

φέλπα
η вельвет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φέλπα" в других словарях:

  • φέλπα — η, Ν βαμβακερό, συνήθως, ύφασμα με βραχύ πέλος σε απομίμηση τού βελούδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. felpa «ύφασμα χνουδωτό στη μία πλευρά του»] …   Dictionary of Greek

  • φέλπα — η (λ. ιταλ.), είδος βελούδου κατώτερης ποιότητας από μπαμπακερό ή μάλλινο ύφασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φελπένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από φέλπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέλπα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • φελπεδένιος — ια, ιο, Ν φελπένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέλπα, κατ επίδραση τού βελουδένιος] …   Dictionary of Greek

  • φελπένιος, -ια, -ιο — και φελπεδένιος, ια, ιο ο κατασκευασμένος από φέλπα (βλ. λ.): Φελπένια φούστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»